ανακαλαμώνω

ανακαλαμώνω
[καλαμώνω]
στερεώνω με καλάμια ή άλλο υποστήριγμα τα γειρτά κλωνάρια ή τους κορμούς φυτών και μικρών δέντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + καλαμώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”